πεντεκαιτριακοντάμετρος

πεντεκαιτριακοντάμετρος
-ον, Α
αυτός που αποτελείται από τριάντα πέντε μέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. πέντε καί τριάκοντα «τριανταπέντε» + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. πεντά-μετρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πεντεκαιτριακοντάμετρον — πεντεκαιτριακοντάμετρος of thirty five metres masc/fem acc sg πεντεκαιτριακοντάμετρος of thirty five metres neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”